καφάσι: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(20)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ξύλινο δικτυωτό [[πλέγμα]] στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών [[ανδρών]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κιβώτιο]] [[χωρίς]] [[σκέπασμα]], από παράλληλα τοποθετημένα σανίδια σε [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους, για την [[τοποθέτηση]] και [[μεταφορά]] φρούτων και λαχανικών<br /><b>3.</b> η [[παρωπίδα]] της ιπποσκευής<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> α) το δικτυωτό με το οποίο αποφράζονται οι καθέκτες<br />β) οι δικτυωτές σανίδες που σχηματίζουν το [[δάπεδο]] της βάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kafes</i>].———————— <b>(II)</b><br />το<br />[[κεφάλι]] («θα μού φύγει το [[καφάσι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kafa</i> «[[κεφάλι]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />το<br /><b>1.</b> [[λεπτό]] ξύλινο δικτυωτό [[πλέγμα]] στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών [[ανδρών]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κιβώτιο]] [[χωρίς]] [[σκέπασμα]], από παράλληλα τοποθετημένα σανίδια σε [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους, για την [[τοποθέτηση]] και [[μεταφορά]] φρούτων και λαχανικών<br /><b>3.</b> η [[παρωπίδα]] της ιπποσκευής<br /><b>4.</b> <b>ναυτ.</b> α) το δικτυωτό με το οποίο αποφράζονται οι καθέκτες<br />β) οι δικτυωτές σανίδες που σχηματίζουν το [[δάπεδο]] της βάρκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kafes</i>].<br /><b>(II)</b><br />το<br />[[κεφάλι]] («θα μού φύγει το [[καφάσι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>kafa</i> «[[κεφάλι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
το
1. λεπτό ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών ανδρών
2. μικρό κιβώτιο χωρίς σκέπασμα, από παράλληλα τοποθετημένα σανίδια σε απόσταση μεταξύ τους, για την τοποθέτηση και μεταφορά φρούτων και λαχανικών
3. η παρωπίδα της ιπποσκευής
4. ναυτ. α) το δικτυωτό με το οποίο αποφράζονται οι καθέκτες
β) οι δικτυωτές σανίδες που σχηματίζουν το δάπεδο της βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafes].
(II)
το
κεφάλι («θα μού φύγει το καφάσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafa «κεφάλι»].