κηλοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
(20) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κηλοτόμος | |||
|Medium diacritics=κηλοτόμος | |||
|Low diacritics=κηλοτόμος | |||
|Capitals=ΚΗΛΟΤΟΜΟΣ | |||
|Transliteration A=kēlotómos | |||
|Transliteration B=kēlotomos | |||
|Transliteration C=kilotomos | |||
|Beta Code=khloto/mos | |||
|Definition=ὁ, [[herniotomist]], Gal. ''Thras.'' 24. ([[varia lectio|v.l.]] [[κηλοτομικόν]]<b). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κηλοτόμος''': -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34. | |lstext='''κηλοτόμος''': -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34. |
Revision as of 11:00, 31 January 2021
English (LSJ)
ὁ, herniotomist, Gal. Thras. 24. (v.l. κηλοτομικόν<b).
Greek (Liddell-Scott)
κηλοτόμος: -ον, ὁ τὴν κήλην τέμνων, Παῦλ. Αἰγ. 6, 61, σ. 197, 34.
Greek Monolingual
κηλοτόμος, ὁ (Α)
αυτός που τέμνει, που χειρουργεί την κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. κεφαλο-τόμος, ομφαλο-τόμος.