κλήδην: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλήδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ονομαστικώς, με το όνομα, κατ' όνομα («[[κλήδην]] εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>κλή</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του <i>καλῶ</i>), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή [[βαθμίδα]] <i>kl</i><i>ē</i>- της αρχικής δισύλλαβης ρίζας <i>kal</i><i>ē</i>-, στην οποία ανάγεται το <i>καλῶ</i>].
|mltxt=[[κλήδην]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> ονομαστικώς, με το όνομα, κατ' όνομα («[[κλήδην]] εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κλη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>κλή</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του <i>καλῶ</i>), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή [[βαθμίδα]] <i>kl</i><i>ē</i>- της αρχικής δισύλλαβης ρίζας <i>kal</i><i>ē</i>-, στην οποία ανάγεται το <i>καλῶ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλήδην:''' επίρρ. ([[καλέω]]) κατά όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 20:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλήδην Medium diacritics: κλήδην Low diacritics: κλήδην Capitals: ΚΛΗΔΗΝ
Transliteration A: klḗdēn Transliteration B: klēdēn Transliteration C: klidin Beta Code: klh/dhn

English (LSJ)

Adv., (καλέω)

   A by name, Il.9.11.

German (Pape)

[Seite 1450] namentlich, mit Namen, Il. 9, 11 κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον.

Greek (Liddell-Scott)

κλήδην: Ἐπιρρ. (καλέω) κατ’ ὄνομα, ὡσαύτως ὀνομακλήδην, Ἰλ. Ι. 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
nominativement.
Étymologie: R. Καλ > Κλη, appeler, -δην.

English (Autenrieth)

(καλέω): by name, Il. 9.11†.

Greek Monolingual

κλήδην (Α)
επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ' όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. -κλή-θην, παθ. αόρ. του καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē- της αρχικής δισύλλαβης ρίζας kalē-, στην οποία ανάγεται το καλῶ].

Greek Monotonic

κλήδην: επίρρ. (καλέω) κατά όνομα, σε Ομήρ. Ιλ.