κιλλίβαντας: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (Α κιλλίθας, -αντος)<br />[[βάση]], [[στήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευή]] με τροχούς [[επάνω]] στην οποία στηρίζεται ο [[σωλήνας]] του πυροβόλου και [[κατά]] την [[βολή]] και [[κατά]] τη [[μεταφορά]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]] πολιορκητικής μηχανής, του καταπέλτη<br /><b>2.</b> (συν. στον πληθ. <i>οἱ κιλλίβαντες</i><br />α) [[στήριγμα]] με [[τρία]] σκέλη για την [[τοποθέτηση]] ασπίδων («τοὺς [[κιλλίβαντας]] [[οἶσε]], παῑ, τῆς ἀσπίδος», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) το [[καβαλέτο]] του ζωγράφου<br />γ) [[μέρος]] του σκελετού άρματος<br />δ) [[υποστήριγμα]] βήματος ή εξέδρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίλλος]] «όνος» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>βᾱς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) αναλογικά [[προς]] τη λ. <i>οκρίδας</i>. Για τη σημασιολογική [[σχέση]] τών λέξεων [[κίλλος]] - [[κιλλίβας]] <b>[[πρβλ]].</b> <i>όνος</i> - [[ονίσκος]]].
|mltxt=ὁ (Α κιλλίθας, -αντος)<br />[[βάση]], [[στήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευή]] με τροχούς [[επάνω]] στην οποία στηρίζεται ο [[σωλήνας]] του πυροβόλου και [[κατά]] την [[βολή]] και [[κατά]] τη [[μεταφορά]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]] πολιορκητικής μηχανής, του καταπέλτη<br /><b>2.</b> (συν. στον πληθ. <i>οἱ κιλλίβαντες</i><br />α) [[στήριγμα]] με [[τρία]] σκέλη για την [[τοποθέτηση]] ασπίδων («τοὺς [[κιλλίβαντας]] [[οἶσε]], παῑ, τῆς ἀσπίδος», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) το [[καβαλέτο]] του ζωγράφου<br />γ) [[μέρος]] του σκελετού άρματος<br />δ) [[υποστήριγμα]] βήματος ή εξέδρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίλλος]] «όνος» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>βᾱς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]) αναλογικά [[προς]] τη λ. <i>οκρίδας</i>. Για τη σημασιολογική [[σχέση]] τών λέξεων [[κίλλος]] - [[κιλλίβας]] [[πρβλ]]. <i>όνος</i> - [[ονίσκος]]].
}}
}}

Revision as of 13:26, 23 August 2021

Greek Monolingual

ὁ (Α κιλλίθας, -αντος)
βάση, στήριγμα
νεοελλ.
συσκευή με τροχούς επάνω στην οποία στηρίζεται ο σωλήνας του πυροβόλου και κατά την βολή και κατά τη μεταφορά του
αρχ.
1. βάση πολιορκητικής μηχανής, του καταπέλτη
2. (συν. στον πληθ. οἱ κιλλίβαντες
α) στήριγμα με τρία σκέλη για την τοποθέτηση ασπίδων («τοὺς κιλλίβαντας οἶσε, παῑ, τῆς ἀσπίδος», Αριστοφ.)
β) το καβαλέτο του ζωγράφου
γ) μέρος του σκελετού άρματος
δ) υποστήριγμα βήματος ή εξέδρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίλλος «όνος» + επίθημα -βᾱς (< βαίνω) αναλογικά προς τη λ. οκρίδας. Για τη σημασιολογική σχέση τών λέξεων κίλλος - κιλλίβας πρβλ. όνος - ονίσκος].