κερασφόρος: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
(20)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[κερασφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />απατημένος [[σύζυγος]], [[κερατάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ κερασφόρον [[γένος]]» — τα ζώα που έχουν κέρατα (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[κερασφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />απατημένος [[σύζυγος]], [[κερατάς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ κερασφόρον [[γένος]]» — τα ζώα που έχουν κέρατα (<b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κερασφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1422] Hörner tragend; Ἰώ Eur. Phoen. 255; Plat. Polit. 265 c; Pan, Luc. D. D. 22, 2; Dionysus, Eur. Bacch. 2; von einer Schlange, Nonn. D. 11, 94; ὀχήματα Plut. vit. aer. al. 3; – ἀνήρ, Hahnrei, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κερασφόρος: -ον, φέρων κέρατα, ἔχων κέρατα, ἐπὶ ἐλάφων, Σοφ. Ἀποσπ. 110· ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Εὐρ. Φοίν. 248· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 2· τὸ κ. μέρος Πλάτ. Πολιτ. 265C· τὰ κ., ζῷα φέροντα κέρατα, Γαλην. ΙΙ. ἀνὴρ ὃν ἡ σύζυγος ἐξαπατᾷ, κερατᾶς, Ἐπιγραφὴ ἐπιγράμμ. ἐν Ἀνθ. Π. 11. 278· πρβλ. κέρας ΧΙ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.

Spanish

que lleva cuernos

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ κερασφόρος, -ον)
αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», Σοφ.)
νεοελλ.-αρχ.
απατημένος σύζυγος, κερατάς
αρχ.
φρ. «τὸ κερασφόρον γένος» — τα ζώα που έχουν κέρατα (Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -φορος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κερασφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει κέρατα, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.