κοκκοθραύστης: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(21)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kokkothraystis
|Transliteration C=kokkothraystis
|Beta Code=kokkoqrau/sths
|Beta Code=kokkoqrau/sths
|Definition=ου, ὁ, glossed <b class="b3">ὄρνις ποιός</b>, perh.<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">grosbeak</b>, Hsch.</span>
|Definition=ου, ὁ, glossed <b class="b3">ὄρνις ποιός</b>, perh.<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[grosbeak]], Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:19, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκοθραύστης Medium diacritics: κοκκοθραύστης Low diacritics: κοκκοθραύστης Capitals: ΚΟΚΚΟΘΡΑΥΣΤΗΣ
Transliteration A: kokkothraústēs Transliteration B: kokkothraustēs Transliteration C: kokkothraystis Beta Code: kokkoqrau/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, glossed ὄρνις ποιός, perh.

   A grosbeak, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1471] ὁ, der Kernbeißer, ein Vogel, Hesych. c

Greek (Liddell-Scott)

κοκκοθραύστης: -ου, ὁ, ὁ θραύων τοὺς κόκκους, εἶδος πτηνοῦ, «ὄρνις ποιὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α κοκκοθραύοτης)
ζωολ. γένος πτηνών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σπιζιδών και περιλαμβάνει διάφορα αγροδίαιτα και δασοδίαιτα είδη, όπως τους σπίνους, τους κριθολόγους, τα φλιτσούνια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θραύστης (< θραύω)].