κοσκινόρινος: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοσκινόρινος]], ὁ (Α)<br />(για ζώο) αυτός που έχει [[δέρμα]] κατάλληλο για την [[κατασκευή]] κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπου»), | |mltxt=[[κοσκινόρινος]], ὁ (Α)<br />(για ζώο) αυτός που έχει [[δέρμα]] κατάλληλο για την [[κατασκευή]] κόσκινου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπου»), [[πρβλ]]. <i>κελαινό</i>-<i>ρρινος</i>, <i>μελά</i>-<i>ρρινος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 23 August 2021
English (LSJ)
(-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκινόρινος: -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κοσκινόρινος, ὁ (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινό-ρρινος, μελά-ρρινος].