κυνοκλόπος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνοκλόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που κλέβει σκύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βοο</i>-<i>κλόπος</i>, <i>φρενο</i>-<i>κλόπος</i>].
|mltxt=[[κυνοκλόπος]], -ον (Α)<br />αυτός που κλέβει σκύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βοο</i>-<i>κλόπος</i>, <i>φρενο</i>-<i>κλόπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠνοκλόπος:''' -ον ([[κλέπτω]]), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοκλόπος Medium diacritics: κυνοκλόπος Low diacritics: κυνοκλόπος Capitals: ΚΥΝΟΚΛΟΠΟΣ
Transliteration A: kynoklópos Transliteration B: kynoklopos Transliteration C: kynoklopos Beta Code: kunoklo/pos

English (LSJ)

ὁ,

   A dog-stealer, Ar. Ra.605.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων κύνας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 605.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voleur de chien.
Étymologie: κύων, κλέπτω.

Greek Monolingual

κυνοκλόπος, -ον (Α)
αυτός που κλέβει σκύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο-κλόπος, φρενο-κλόπος].

Greek Monotonic

κῠνοκλόπος: -ον (κλέπτω), αυτός που κλέβει σκύλους, σε Αριστοφ.