κύπασσις: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(22)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύπασσις]], -εως και κύπαττις, -ιδος και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, κυπασίς, -[[ίδος]], ὁ, ἡ (Α)<br />[[κοντός]] [[ανδρικός]], ή και [[γυναικείος]], [[χιτώνας]] που έφθανε [[μέχρι]] το [[μέσο]] του μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως που αναφέρεται στους Λυδούς, Πέρσες κ.ά.].
|mltxt=[[κύπασσις]], -εως και κύπαττις, -ιδος και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, κυπασίς, -[[ίδος]], ὁ, ἡ (Α)<br />[[κοντός]] [[ανδρικός]], ή και [[γυναικείος]], [[χιτώνας]] που έφθανε [[μέχρι]] το [[μέσο]] του μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως που αναφέρεται στους Λυδούς, Πέρσες κ.ά.].
}}
{{elnl
|elnltext=κύπασσις -εως, ὁ cypassis (soort chiton voor mannen en vrouwen).
}}
}}

Revision as of 07:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπασσις Medium diacritics: κύπασσις Low diacritics: κύπασσις Capitals: ΚΥΠΑΣΣΙΣ
Transliteration A: kýpassis Transliteration B: kypassis Transliteration C: kypassis Beta Code: ku/passis

English (LSJ)

[ῠ] (

   A -ασίς Hsch.), εως (ιδος Alc.15.6), (ἡ v.l. in Hecat. 284 J.), short frock, reaching to a man's mid-thigh, Alc.l.c. (in form κυπάττιδες), Ion Trag.59, Lys.Fr.58 S.; also worn by women, Ar. Fr.519, AP6.202 (Leon.), cf. 272 (Pers.), 358 (Diotim.); κ. Περσικαί Hecat.l.c.; κ. χερμάδων prob. for κύπας τις χ. in Lyc.333:—Dim. κῠπασσίσκος, ὁ, Hippon.18.

Greek Monolingual

κύπασσις, -εως και κύπαττις, -ιδος και, κατά τον Ησύχ., κυπασίς, -ίδος, ὁ, ἡ (Α)
κοντός ανδρικός, ή και γυναικείος, χιτώνας που έφθανε μέχρι το μέσο του μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής προελεύσεως που αναφέρεται στους Λυδούς, Πέρσες κ.ά.].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύπασσις -εως, ὁ cypassis (soort chiton voor mannen en vrouwen).