Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυττάριον: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(22)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυττάριον]], τὸ (Α, Μ κυττάρι) [[κύτταρος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[πλακούντας]], το ύστερο<br /><b>αρχ.</b><br />υποκορ. του [[κύτταρος]].
|mltxt=[[κυττάριον]], τὸ (Α, Μ κυττάρι) [[κύτταρος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[πλακούντας]], το ύστερο<br /><b>αρχ.</b><br />υποκορ. του [[κύτταρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κυττάριον:''' (ᾰ) τό маленькая ячейка Arst.
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυττάριον Medium diacritics: κυττάριον Low diacritics: κυττάριον Capitals: ΚΥΤΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kyttárion Transliteration B: kyttarion Transliteration C: kyttarion Beta Code: kutta/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of κύτταρος, Arist.GA760b34, 770a29.

German (Pape)

[Seite 1539] τό, dim. von κύτταρος, von den Bienenzellen, Arist. gen. anim. 4, 4, vgl. Schol. Theoc. 9, 19.

Greek (Liddell-Scott)

κυττάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύτταρος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 26., 4. 4, 6.

Greek Monolingual

κυττάριον, τὸ (Α, Μ κυττάρι) κύτταρος
μσν.
ο πλακούντας, το ύστερο
αρχ.
υποκορ. του κύτταρος.

Russian (Dvoretsky)

κυττάριον: (ᾰ) τό маленькая ячейка Arst.