επωμίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(14) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπωμίζομαι]]) [[επωμίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναλαμβάνω]] το [[βάρος]] της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />φορτώνομαι [[επάνω]] στους ώμους μου («[[ταχέως]] ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ | |mltxt=(AM [[ἐπωμίζομαι]]) [[επωμίς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναλαμβάνω]] το [[βάρος]] της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />φορτώνομαι [[επάνω]] στους ώμους μου («[[ταχέως]] ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῦ πελάγους», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
(AM ἐπωμίζομαι) επωμίς
νεοελλ.
αναλαμβάνω το βάρος της ευθύνης («ἐπωμίζεται βαριὲς ὑποχρεώσεις, καθήκοντα» κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
φορτώνομαι επάνω στους ώμους μου («ταχέως ἐπωμίσατο καὶ διέφυγε διὰ τοῦ πελάγους», Λουκιαν.).