λυθρώδης: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυθρώδης]], -ῶδες (Α) [[λύθρος]]<br />κηλιδωμένος ή [[ανάμικτος]] με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.). | |mltxt=[[λυθρώδης]], -ῶδες (Α) [[λύθρος]]<br />κηλιδωμένος ή [[ανάμικτος]] με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λυθρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), μολυσμένος με ακάθαρτο [[αίμα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A defiled with gore, LXX Wi.11.6, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).
Greek (Liddell-Scott)
λυθρώδης: -ες, (εἶδος) μεμολυσμένος, κεκηλιδωμένος δι’ αἵματος, Ἀνθ. Π. 9. 258, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 7).
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
souillé de sang et de poussière.
Étymologie: λύθρον, -ωδης.
Greek Monolingual
λυθρώδης, -ῶδες (Α) λύθρος
κηλιδωμένος ή ανάμικτος με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).