λεπτόγειος: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[λεπτόγειος]], -ον)<br /><b>βλ.</b> [[λεπτόγαιος]]. | |mltxt=-ο (Α [[λεπτόγειος]], -ον)<br /><b>βλ.</b> [[λεπτόγαιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεπτόγειος:''' -ον ή [[λεπτό]]-γεως, -ων ([[γαῖα]], γῆ), αυτός που έχει λεπτή, άγονη, μη εύφορη γη, [[χέρσος]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, Thphr.CP3.6.8, HP6.5.2, etc.:—also λεπτόγεως, ων, Th.1.2: (γῆ):—
A of a thin or poor soil: pl. λεπτόγεα, τά, barren lands, Hsch., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 30] mit dünnem, magerem Boden; Pol. 34, 10, 3; Theophr.; auch τὰ λεπτόγεα, Suid. u. Phot.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόγειος: -ον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 8, κτλ.· λεπτόγεως, ων, Θουκ. 1. 2· (γαῖα, γῆ)· - ἔχων λεπτήν, μὴ λιπαρὰν γῆν, πληθ. λεπτόγεα, τά, χῶραι γυμναί, ἄγονοι, Φώτ., Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol maigre.
Étymologie: λεπτός, γαῖα.
Greek Monolingual
-ο (Α λεπτόγειος, -ον)
βλ. λεπτόγαιος.
Greek Monotonic
λεπτόγειος: -ον ή λεπτό-γεως, -ων (γαῖα, γῆ), αυτός που έχει λεπτή, άγονη, μη εύφορη γη, χέρσος, σε Θουκ.