λυσσοφοβία: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />[[παθολογικός]] [[φόβος]] από τον οποίο κατέχεται [[κάποιος]] [[μήπως]] προσβληθεί από [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φοβία]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ζωο</i>-[[φοβία]], <i>θανατο</i>-[[φοβία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
|mltxt=η<br />[[παθολογικός]] [[φόβος]] από τον οποίο κατέχεται [[κάποιος]] [[μήπως]] προσβληθεί από [[λύσσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύσσα]] <span style="color: red;">+</span> -[[φοβία]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόβος]]), [[πρβλ]]. <i>ζωο</i>-[[φοβία]], <i>θανατο</i>-[[φοβία]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην [[εφημερίδα]] <i>Εφημερίς</i>].
}}
}}

Revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
παθολογικός φόβος από τον οποίο κατέχεται κάποιος μήπως προσβληθεί από λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -φοβία (< φόβος), πρβλ. ζωο-φοβία, θανατο-φοβία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].