μεγαλαυχώ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(24) |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) [[μεγάλαυχος]]<br />[[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[υπερηφανεύομαι]] (α. «ἡ [[γλώσσα]] μικρὸν [[μέλος]] ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ<br />β. «κατὰ [[πάντα]] δὴ | |mltxt=(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) [[μεγάλαυχος]]<br />[[καυχιέμαι]], [[κομπάζω]], [[υπερηφανεύομαι]] (α. «ἡ [[γλώσσα]] μικρὸν [[μέλος]] ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ<br />β. «κατὰ [[πάντα]] δὴ ταῦτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(με αιτ.) [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως [[καύχημα]] («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν [[ὄφελος]] κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς ἡμᾱς ἐξ ἀγάπης», Στουδ. Θεόδ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 25 July 2021
Greek Monolingual
(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) μεγάλαυχος
καυχιέμαι, κομπάζω, υπερηφανεύομαι (α. «ἡ γλώσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ
β. «κατὰ πάντα δὴ ταῦτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
(με αιτ.) θεωρώ κάτι ως καύχημα («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν ὄφελος κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς ἡμᾱς ἐξ ἀγάπης», Στουδ. Θεόδ.).