λεχώνα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[λεχώ]], -οῦς και [[λεκχώ]])<br />η [[γυναίκα]] που [[μόλις]] γέννησε και [[μέχρι]] τη [[συμπλήρωση]] [[σαράντα]] ημερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο νεοελλ. τ. [[λεχώνα]] σχηματίστηκε από την αιτ. <i>λεχών</i> του [[λεχώ]], [[κατά]] τα [[πολλά]] τριτόκλιτα (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἡ [[εἰκών]] - <i>τὴν εἰκόνα</i>: <i>η [[εικόνα]]). Ο τ. [[λεχώ]] <span style="color: red;"><</span> [[λέχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, το οποίο απαντά σε θηλ. ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μορμ</i>-<i>ώ</i>, <i>μορφ</i>-<i>ώ</i>)<br /><i>ο</i> τ. [[λεκχώ]] απαντά σε [[επιγραφή]] στους Δελφούς και εμφανίζει εκφραστικό διπλασιασμό (-<i>κχ</i>-)].
|mltxt=η (Α [[λεχώ]], -οῦς και [[λεκχώ]])<br />η [[γυναίκα]] που [[μόλις]] γέννησε και [[μέχρι]] τη [[συμπλήρωση]] [[σαράντα]] ημερών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο νεοελλ. τ. [[λεχώνα]] σχηματίστηκε από την αιτ. <i>λεχών</i> του [[λεχώ]], [[κατά]] τα [[πολλά]] τριτόκλιτα (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἡ [[εἰκών]] - <i>τὴν εἰκόνα</i>: η [[εικόνα]]). Ο τ. [[λεχώ]] <span style="color: red;"><</span> [[λέχος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ώ</i>, το οποίο απαντά σε θηλ. ον. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μορμ</i>-<i>ώ</i>, <i>μορφ</i>-<i>ώ</i>)<br /><i>ο</i> τ. [[λεκχώ]] απαντά σε [[επιγραφή]] στους Δελφούς και εμφανίζει εκφραστικό διπλασιασμό (-<i>κχ</i>-)].
}}
}}

Revision as of 11:35, 14 January 2019

Greek Monolingual

η (Α λεχώ, -οῦς και λεκχώ)
η γυναίκα που μόλις γέννησε και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. λεχώνα σχηματίστηκε από την αιτ. λεχών του λεχώ, κατά τα πολλά τριτόκλιτα (πρβλ. εἰκών - τὴν εἰκόνα: η εικόνα). Ο τ. λεχώ < λέχος + επίθημα -ώ, το οποίο απαντά σε θηλ. ον. (πρβλ. μορμ-ώ, μορφ-ώ)
ο τ. λεκχώ απαντά σε επιγραφή στους Δελφούς και εμφανίζει εκφραστικό διπλασιασμό (-κχ-)].