μελανοσυρμαίος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(24)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μελανοσυρμαῑος -ον (Α)<br />(κωμικό [[επίθετο]] του <b>Αριστοφ.</b> για τους Αιγυπτίους) (με [[διπλή]] [[σημασία]]) αυτός που [[φορά]] μαύρη [[εσθήτα]] η οποία σέρνεται στο [[έδαφος]] και αυτός που πίνει [[συχνά]] [[συρμαία]], δηλ. καθάρσιο από ένα [[είδος]] μαύρου ραπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[συρμαία]] (<span style="color: red;"><</span> [[συρμός]])].
|mltxt=μελανοσυρμαῖος -ον (Α)<br />(κωμικό [[επίθετο]] του <b>Αριστοφ.</b> για τους Αιγυπτίους) (με [[διπλή]] [[σημασία]]) αυτός που [[φορά]] μαύρη [[εσθήτα]] η οποία σέρνεται στο [[έδαφος]] και αυτός που πίνει [[συχνά]] [[συρμαία]], δηλ. καθάρσιο από ένα [[είδος]] μαύρου ραπανιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[συρμαία]] (<span style="color: red;"><</span> [[συρμός]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

μελανοσυρμαῖος -ον (Α)
(κωμικό επίθετο του Αριστοφ. για τους Αιγυπτίους) (με διπλή σημασία) αυτός που φορά μαύρη εσθήτα η οποία σέρνεται στο έδαφος και αυτός που πίνει συχνά συρμαία, δηλ. καθάρσιο από ένα είδος μαύρου ραπανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + συρμαία (< συρμός)].