μοσχίον: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μοσχίον]], τὸ (Α) [[μόσχος]] (Ι)]<br />[[μικρός]] [[μόσχος]], [[μοσχαράκι]]. | |mltxt=[[μοσχίον]], τὸ (Α) [[μόσχος]] (Ι)]<br />[[μικρός]] [[μόσχος]], [[μοσχαράκι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μοσχίον:''' τό, υποκορ. του [[μόσχος]] Β, νεαρό [[μοσχάρι]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of μόσχος (B),
A young calf, Ephipp.15.12, Theoc.4.4,44, PGoodsp.Cair. 30 ii 10 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 209] τό, dim. von μόσχος, Kälbchen; Ephipp. bei Ath. VIII, 359 (v. 12); Theocr. 4, 4. In VLL. auch = μοσχίδιον.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχίον: τό, ὑποκορ. τοῦ μόσχος (Β), μικρὸς μόσχος, μοσχάριον, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1, Θεόκρ. 4. 4, καὶ 44.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit veau.
Étymologie: μόσχος.
Greek Monolingual
μοσχίον, τὸ (Α) μόσχος (Ι)]
μικρός μόσχος, μοσχαράκι.