μοιμύλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(25)
(2)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοιμύλλω]] και μοιμυλλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιμυώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θηλάζω]], [[εσθίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], [[αλέθω]]» με εκφραστικό διπλασιασμό <i>μοι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>μολμύλλω</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ι</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δαι</i>-<i>δάλλω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαλ</i>-<i>δάλλω</i>)].
|mltxt=[[μοιμύλλω]] και μοιμυλλῶ, -άω (Α)<br /><b>1.</b> [[μοιμυώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[θηλάζω]], [[εσθίω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλλω]] «[[συντρίβω]], [[αλέθω]]» με εκφραστικό διπλασιασμό <i>μοι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>μολμύλλω</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>λ</i>- σε -<i>ι</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>δαι</i>-<i>δάλλω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δαλ</i>-<i>δάλλω</i>)].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. <b class="b3">μύλλω</b>, s.v. <b class="b3">μύλη</b>
}}
}}

Revision as of 04:15, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιμύλλω Medium diacritics: μοιμύλλω Low diacritics: μοιμύλλω Capitals: ΜΟΙΜΥΛΛΩ
Transliteration A: moimýllō Transliteration B: moimyllō Transliteration C: moimyllo Beta Code: moimu/llw

English (LSJ)

   A = θηλάζω, ἐσθίω, Hsch.; = μοιμυάω, Com.Adesp.1080, Hsch., Phot.; hence restored ( = eat) in Hippon.80.

Greek Monolingual

μοιμύλλω και μοιμυλλῶ, -άω (Α)
1. μοιμυώ
2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι- (< μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή του -λ- σε -ι-, πρβλ. δαι-δάλλω < δαλ-δάλλω)].

Frisk Etymological English

See also: s. μύλλω, s.v. μύλη