ἀκερδής: Difference between revisions
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀκερδής]])<br />αυτός που δεν φέρνει [[κέρδος]]<br />«[[ακερδής]] [[επιχείρηση]]», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (<b>Πλάτ.</b> Κρατύλος 417d)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αφιλοκερδής]] (<b>Πλούτ.</b> <i>Αριστ</i>. 1)<br /><b>2.</b> <i>ἀκερδῶς</i> <b>επίρρ.</b><br />[[χωρίς]] [[κέρδος]], δωρεάν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκέρδεια]]. | |mltxt=-ές (Α [[ἀκερδής]])<br />αυτός που δεν φέρνει [[κέρδος]]<br />«[[ακερδής]] [[επιχείρηση]]», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (<b>Πλάτ.</b> Κρατύλος 417d)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αφιλοκερδής]] (<b>Πλούτ.</b> <i>Αριστ</i>. 1)<br /><b>2.</b> <i>ἀκερδῶς</i> <b>επίρρ.</b><br />[[χωρίς]] [[κέρδος]], δωρεάν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκέρδεια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκερδής:''' -ές ([[κέρδος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν αποφέρει [[κέρδος]], που φέρνει [[χάσιμο]], [[επιζήμιος]], σε Σοφ. Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν είναι [[άπληστος]] για [[κέρδος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A bringing no gain, unprofitable, χάρις S.OC1484, cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, AP9.649 (Maced.). Adv. -δῶς without profit, Arist.Pol.1309a13, Plu.2.27d. II not greedy of gain, φιλοτιμία Id.Arist.1. Adv. -ῶς Id.2.483e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκερδής: -ές, ὁ ἄνευ κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων κέρδος, Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἄνευ κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν ἄπληστος κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui est le contraire d’un profit, funeste;
2 qui ne recherche pas le profit, désintéressé.
Étymologie: ἀ, κέρδος.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no reporta provecho, desinteresado χάρις S.OC 1484, μόχθος AP 9.649 (Macedon.), cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.Arist.1.
2 adv. -ῶς sin provecho, desinteresadamente ἄρχειν Arist.Pol.1309a13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες IG 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκερδής)
αυτός που δεν φέρνει κέρδος
«ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d)
αρχ.
1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1)
2. ἀκερδῶς επίρρ.
χωρίς κέρδος, δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κερδής < κέρδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέρδεια.
Greek Monotonic
ἀκερδής: -ές (κέρδος),
I. αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, που φέρνει χάσιμο, επιζήμιος, σε Σοφ. Πλάτ.
II. αυτός που δεν είναι άπληστος για κέρδος, σε Πλούτ.