ἀκόμιστος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόμιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απεριποίητος]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>κομιστὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κομίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκομιστία]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκόμιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απεριποίητος]], [[αφρόντιστος]], παραμελημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>κομιστὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κομίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκομιστία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκόμιστος:''' -ον ([[κομίζω]]), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:33, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A slovenly, S.Ichn.143; untended, D.L.5.5, Nonn.D.40.174, al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόμιστος: -ον, ὁ μὴ ὑπηρετηθείς, ὃν δὲν περιεποιήθη τις, Διογ. Λ. 5. 5, Νόνν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
négligé, délaissé.
Étymologie: ἀ, κομίζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 descuidado, desaliñado ἄνευρα κἀκόμιστα κἀνελεύθερα διακονοῦντες S.Fr.314.149, ἀκόμιστος ἀλῆτις ... ἕρπω Epic.Alex.Adesp.4.20, φθειριῶν καὶ ἀ. D.L.5.5.
2 desatendido, desamparado Πρωτονόην ἀκόμιστον ἐθήκατο Nonn.D.40.174, cf. hex. en PAnt.58.11
•desoído ἔπος Nonn.Par.Eu.Io.14.24.
3 de plantas no cultivado de la vid silvestre Trag.Adesp.646a.b.24, Nonn.D.12.297.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόμιστος, -ον)
αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν μπορεί να μεταφερθεί
αρχ.
απεριποίητος, αφρόντιστος, παραμελημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + κομιστὸς < κομίζω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκομιστία.
Greek Monotonic
ἀκόμιστος: -ον (κομίζω), αυτός που δεν έχει φροντιστεί, επιμεληθεί.