Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακόντι: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />ξύλινο [[εξάρτημα]] της βάρκας, [[κοντάρι]] με αγκυλωτό [[άκρο]], που χρησιμοποιείται για την ομαλή [[προσέγγιση]] στην [[αποβάθρα]] ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκόντιον]], νεοελλ. [[ακόντιο]]].
|mltxt=το<br />ξύλινο [[εξάρτημα]] της βάρκας, [[κοντάρι]] με αγκυλωτό [[άκρο]], που χρησιμοποιείται για την ομαλή [[προσέγγιση]] στην [[αποβάθρα]] ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀκόντιον]], νεοελλ. [[ακόντιο]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
ξύλινο εξάρτημα της βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο].