ἀκροσίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκροσίδηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σιδερένια [[άκρη]], [[αιχμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[σίδηρος]].
|mltxt=[[ἀκροσίδηρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σιδερένια [[άκρη]], [[αιχμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[σίδηρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροσίδηρος:''' -ον, αυτός που έχει [[αιχμή]], [[άκρη]] ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροσίδηρος Medium diacritics: ἀκροσίδηρος Low diacritics: ακροσίδηρος Capitals: ΑΚΡΟΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: akrosídēros Transliteration B: akrosidēros Transliteration C: akrosidiros Beta Code: a)krosi/dhros

English (LSJ)

ον,

   A pointed or tipped with iron, AP6.95 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 85] μύωψ, mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροσίδηρος: -ον, ὁ ἔχων ἄκρον, αἰχμὴν ἐκ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 6. 95.

Greek Monolingual

ἀκροσίδηρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σιδερένια άκρη, αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + σίδηρος.

Greek Monotonic

ἀκροσίδηρος: -ον, αυτός που έχει αιχμή, άκρη ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.