Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄκτιστος: Difference between revisions

From LSJ
(2)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=και άχτιστος, -η, -ο (AM [[ἄκτιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδημιούργητος]]<br /><b>μσν.</b><br />«[[ἄκτιστον]] φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε [[έκσταση]]<br />θεωρείται ως το αδημιούργητο [[θείο]] φως, που περιέχυσε τον Ιησού στο όρος Θαβώρ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κτιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]].
|mltxt=και άχτιστος, -η, -ο (AM [[ἄκτιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδημιούργητος]]<br /><b>μσν.</b><br />«[[ἄκτιστον]] φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε [[έκσταση]]<br />θεωρείται ως το αδημιούργητο [[θείο]] φως, που περιέχυσε τον Ιησού στο όρος Θαβώρ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κτιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[κτίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄκτιστος]] -ον [ἀ-, [[κτίζω]] niet geschapen, niet gesticht, niet opgericht.
}}
}}

Revision as of 05:55, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 86] nicht gebaut, ungeschaffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκτιστος: -ον, ὁ μὴ ἐκτισμένος, ὁ ἀδημιούργητος, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 increado, que no es criatura (Πυθαγόρας) ἀόρατον δὲ καὶ ἄκτιστον καὶ νοητὸν ὑπελάμβανεν εἶναι τὸ πρῶτον Plu.Num.8, de la naturaleza o ser divinos, Gr.Naz.M.35.1164A, de la Trinidad, Gr.Nyss.Eun.1.279, Epiph.Const.Haer.69.56, 76.49, cf. Hsch., Gloss.2.224.
2 adv. -ως de forma increada Epiph.Const.Haer.76.47. • DMic.: a-ki-ti-to (?).

Greek Monolingual

και άχτιστος, -η, -ο (AM ἄκτιστος, -ον)
νεοελλ.
(για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί
αρχ.
αδημιούργητος
μσν.
«ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση
θεωρείται ως το αδημιούργητο θείο φως, που περιέχυσε τον Ιησού στο όρος Θαβώρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κτιστός < κτίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκτιστος -ον [ἀ-, κτίζω niet geschapen, niet gesticht, niet opgericht.