άκυρος: Difference between revisions
From LSJ
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄκυρος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει νόμιμο [[κύρος]], που δεν ισχύει πια<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄκυρος]] [[ἀμφορεύς]]», η [[ψηφοδόχος]] [[κάλπη]], όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει [[δικαίωμα]] ή [[εξουσία]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[αναξιόπιστος]]<br /><b>3.</b> ο μη [[σπουδαίος]], [[ανίσχυρος]], [[ασήμαντος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκυρον]] ποιῶ ή [[καθίστημι]]», [[ακυρώνω]], [[ανατρέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄκυρος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει νόμιμο [[κύρος]], που δεν ισχύει πια<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄκυρος]] [[ἀμφορεύς]]», η [[ψηφοδόχος]] [[κάλπη]], όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει [[δικαίωμα]] ή [[εξουσία]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[αναξιόπιστος]]<br /><b>3.</b> ο μη [[σπουδαίος]], [[ανίσχυρος]], [[ασήμαντος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκυρον]] ποιῶ ή [[καθίστημι]]», [[ακυρώνω]], [[ανατρέπω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ἀ- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[κῦρος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀκυρῶ</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>ακυρότης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακυρολεκτώ]], [[ακυρολόγος]], [[ακυροποιώ]], [[ακυροχάρτι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄκυρος, -ον)
αυτός που δεν έχει νόμιμο κύρος, που δεν ισχύει πια
μσν.
φρ. «ἄκυρος ἀμφορεύς», η ψηφοδόχος κάλπη, όπου έριχναν τις ουδέτερες ψήφους
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε κάτι
2. (για πράγματα) αναξιόπιστος
3. ο μη σπουδαίος, ανίσχυρος, ασήμαντος
4. φρ. «ἄκυρον ποιῶ ή καθίστημι», ακυρώνω, ανατρέπω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κῦρος.
ΠΑΡ. ἀκυρῶ
μσν.- νεοελλ.
ακυρότης
νεοελλ.
ακυρολεκτώ, ακυρολόγος, ακυροποιώ, ακυροχάρτι].