σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
-ο, Ναυτός που δέχεται τις ψήφους («ψηφοδόχος κάλπη» — κιβώτιο στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τις ψήφους ή τα ψηφοδέλτια).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος)].