ψηφοδόχος

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

-ο, Ν
αυτός που δέχεται τις ψήφους («ψηφοδόχος κάλπη» — κιβώτιο στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τις ψήφους ή τα ψηφοδέλτια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος)].