ἁλίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁλίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἁλίρρυτον [[ἄλσος]]», φουσκωμένη [[θάλασσα]], [[ψηλά]] κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
|mltxt=[[ἁλίρρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη [[θάλασσα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἁλίρρυτον [[ἄλσος]]», φουσκωμένη [[θάλασσα]], [[ψηλά]] κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλίρρῠτος:''' -ον (ἅλς, [[ῥέω]]), αυτός που βρέχεται από τη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίρρῠτος Medium diacritics: ἁλίρρυτος Low diacritics: αλίρρυτος Capitals: ΑΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: halírrytos Transliteration B: halirrytos Transliteration C: alirrytos Beta Code: a(li/rrutos

English (LSJ)

ον,

   A washed by the sea, AP12.55 (Artemo).    II ἁ. ἄλσος surging sea's domain, A.Supp.868 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίρρῠτος: -ον, ὁ καταρρεόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 12.55. II. ἁλ. ἄλσος, αὐτὴ ἡ ἐγειρομένη θάλασσα, Αἰσχύλ. Ἱκ. 868 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui baigne de ses flots;
2 baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥέω.

Spanish (DGE)

(ἁλίρρῠτος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar αὐχὴν Δήλου AP 12.55 (Artemo), δι' ἁλίρρυτον ἄλσος por el undoso soto (considerado el mar como τέμενος de Posidón), A.Supp.869.

Greek Monolingual

ἁλίρρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που περιρρέεται, που περιβρέχεται από τη θάλασσα
2. φρ. «ἁλίρρυτον ἄλσος», φουσκωμένη θάλασσα, ψηλά κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + ῥυτός (< ῥέω)].

Greek Monotonic

ἁλίρρῠτος: -ον (ἅλς, ῥέω), αυτός που βρέχεται από τη θάλασσα, σε Ανθ.