ἀλλόχρως: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(3)
(1)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλλόχρως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει [[άλλη]], παράξενη [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ἀλλο- <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]].
|mltxt=[[ἀλλόχρως]] (-ωτος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει [[άλλη]], παράξενη [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ἀλλο- <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλόχρως:''' 2, gen. ωτος странный на вид, чужой (ἀ., [[μιξοβάρβαρος]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 107] ωτος, dasselbe, Theophr.; fremd aussehend, nom., Eur. Andr. 879 Phoen. 138.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
1 de couleur autre;
2 d’aspect étranger.
Étymologie: ἄλλος, χρώς.

Greek Monolingual

ἀλλόχρως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που έχει άλλη, παράξενη μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + χρώς.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλόχρως: 2, gen. ωτος странный на вид, чужой (ἀ., μιξοβάρβαρος Eur.).