αμαξοπηγός: Difference between revisions
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἁμαξοπηγός]])<br />ο [[αμαξοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[ἁμαξοπηγός]])<br />ο [[αμαξοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμαξοπηγία]] <b>νεοελλ.</b> [[αμαξοπηγείο]], [[αμαξοπηγικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α ἁμαξοπηγός)
ο αμαξοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + -πηγὸς < πήγνυμι.
ΠΑΡ. αμαξοπηγία νεοελλ. αμαξοπηγείο, αμαξοπηγικός].