αμοιβαιότητα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(3)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η [[αμοιβαίος]]<br /><b>1.</b> το να συμβαίνει [[κάτι]] αμοιβαία, [[εναλλάξ]], διαδοχικά, η [[ανταπόδοση]], η [[εναλλαγή]]<br /><b>2.</b> [[ισότητα]] στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις [[ανάμεσα]] σε δύο πρόσωπα, οργανισμούς ή κράτη.
|mltxt=η [[αμοιβαίος]]<br /><b>1.</b> το να συμβαίνει [[κάτι]] αμοιβαία, [[εναλλάξ]], διαδοχικά, η [[ανταπόδοση]], η [[εναλλαγή]]<br /><b>2.</b> [[ισότητα]] στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις [[ανάμεσα]] σε δύο πρόσωπα, οργανισμούς ή κράτη.
}}
{{trml
|trtx====[[reciprocity]]===
Bulgarian: взаимност; Catalan: reciprocitat; Chinese Mandarin: [[对等]]; Czech: reciprocita; Dutch: [[wederkerigheid]]; Finnish: vastavuoroisuus; French: [[réciprocité]]; Galician: reciprocidade; German: [[Gegenseitigkeit]], [[Reziprozität]], [[Umkehrbarkeit]]; Greek: [[αμοιβαιότητα]]; Ancient Greek: [[ἀντιπεπονθός]]; Hebrew: הֲדָדִיּוּת; Indonesian: kesalingan, resiprositas, timbal balik; Lithuanian: savitarpis; Malay: kesalingan, ketimbalbalikan; Norwegian Bokmål: gjensidighet; Romanian: reciprocitate; Russian: [[взаимность]]; Spanish: [[reciprocidad]]; Volapük: rezip
}}
}}

Latest revision as of 12:36, 23 October 2024

Greek Monolingual

η αμοιβαίος
1. το να συμβαίνει κάτι αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά, η ανταπόδοση, η εναλλαγή
2. ισότητα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, οργανισμούς ή κράτη.

Translations

reciprocity

Bulgarian: взаимност; Catalan: reciprocitat; Chinese Mandarin: 对等; Czech: reciprocita; Dutch: wederkerigheid; Finnish: vastavuoroisuus; French: réciprocité; Galician: reciprocidade; German: Gegenseitigkeit, Reziprozität, Umkehrbarkeit; Greek: αμοιβαιότητα; Ancient Greek: ἀντιπεπονθός; Hebrew: הֲדָדִיּוּת; Indonesian: kesalingan, resiprositas, timbal balik; Lithuanian: savitarpis; Malay: kesalingan, ketimbalbalikan; Norwegian Bokmål: gjensidighet; Romanian: reciprocitate; Russian: взаимность; Spanish: reciprocidad; Volapük: rezip