ἅμιππος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἅμιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που [[είναι]] δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἅμιπποι</i><br />πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν [[ανάμεσα]] στους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> «συγχρόνως [[μαζί]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]].
|mltxt=[[ἅμιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που [[είναι]] δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἅμιπποι</i><br />πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν [[ανάμεσα]] στους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> «συγχρόνως [[μαζί]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμιππος Medium diacritics: ἅμιππος Low diacritics: άμιππος Capitals: ΑΜΙΠΠΟΣ
Transliteration A: hámippos Transliteration B: hamippos Transliteration C: amippos Beta Code: a(/mippos

English (LSJ)

ον,

   A keeping up with horses, i.e. fleet as horse, S.Ant. 985 (lyr.).    II ἅμιπποι, οἱ, infantry mixed with cavalry, Th.5.57, X.HG7.5.23 (cj.), Arist.Ath.49.1, cf. Aristarch.ad Hdt.1.215 in PAmh.2.12.    2 pair of horses ridden by a postillion, Suid.

German (Pape)

[Seite 125] 1) roßschnell, Βορεάς Soph. Ant. 972. – 2) Bei Thuc. 5, 57 u. Xen. Hell. 7, 5, 23 Fußsoldaten, die zwischen die Reiter gestellt werden (ἅμα τοῖς ἱππεῦσι τεταγμένοι, Harpocr., der auch eine andere Art ἅμιπποι erwähnt, die zwei Pferde hatten, deren sie sich abwechselnd bedienten; vgl. B. A. 205).

Greek (Liddell-Scott)

ἅμιππος: -ον, ὁ ἅμα τῷ ἵππῳ πορευόμενος, ὁ ταχὺς ὡς ἵππος, Σοφ. Ἀντ. 985. ΙΙ. ἅμιπποι, οἱ, = πεζοὶ ἀναμεμιγμένοι μετὰ τοῦ ἱππικοῦ, Θουκ. 5. 57, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 rapide comme un coursier;
2 οἱ ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.
Étymologie: ἅμα, ἵππος.

Greek Monolingual

ἅμιππος, -ον (Α)
1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι
πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος.

Greek Monotonic

ἅμιππος: -ον, I. αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. ταχύς σαν άλογο, σε Σοφ.
II. ἅμιπποι, οἱ, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.