αμφίγειος: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ν) (Μ [[ἀμφίγειος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>)<br /><i>τα αμφίγεια</i><br />στενές δίοδοι της θάλασσας, [[στενά]], κανάλια<br /><b>μσν.</b><br />λέγεται για τη [[θάλασσα]] που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>].
|mltxt=-ο (ν) (Μ [[ἀμφίγειος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>)<br /><i>τα αμφίγεια</i><br />στενές δίοδοι της θάλασσας, [[στενά]], κανάλια<br /><b>μσν.</b><br />λέγεται για τη [[θάλασσα]] που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γειος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ο (ν) (Μ ἀμφίγειος)
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.)
τα αμφίγεια
στενές δίοδοι της θάλασσας, στενά, κανάλια
μσν.
λέγεται για τη θάλασσα που έχει και από τα δύο μέρη γη, δηλ. για τον πορθμό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -γειος < γῆ].