ανάκειμαι: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(3) |
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἀνάκειμαι]])<br />βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως [[αφιέρωμα]], [[είμαι]] αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «[[είμαι]] ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θεωρούμαι ως [[έργο]] κάποιου, αποδίδομαι σ' αυτόν<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι<br /><b>3.</b> [[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] για να δειπνήσω<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> | |mltxt=(Α [[ἀνάκειμαι]])<br />βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως [[αφιέρωμα]], [[είμαι]] αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «[[είμαι]] ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> θεωρούμαι ως [[έργο]] κάποιου, αποδίδομαι σ' αυτόν<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι<br /><b>3.</b> [[ξαπλώνω]] σε [[ανάκλιντρο]] για να δειπνήσω<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πᾶν ἢ [[πάντα]] ἀνάκειται ἔς τινα», τα [[πάντα]] εξαρτώνται από τη [[θέληση]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κεῖμαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:10, 23 October 2024
Greek Monolingual
(Α ἀνάκειμαι)
βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί»)
αρχ.
1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ' αυτόν
2. εξαρτώμαι
3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω
4. φρ. «πᾶν ἢ πάντα ἀνάκειται ἔς τινα», τα πάντα εξαρτώνται από τη θέληση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεῖμαι.