ανάκειμαι

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

ἀνάκειμαι)
βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί»)
αρχ.
1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ' αυτόν
2. εξαρτώμαι
3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω
4. φρ. «πᾶν ἢ πάντα ἀνάκειται ἔς τινα», τα πάντα εξαρτώνται από τη θέληση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεῖμαι.