ἀνάλυτος: Difference between revisions
(3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί [[γιατί]] [[είναι]] [[χαλαρά]] δεμένος<br /><b>2.</b> ο άπλεκτος<br /><b>3.</b> ο αραιά υφασμένος<br /><b>4.</b> ο λειωμένος, ο διαλυμένος<br /><b>5.</b> ο [[νερουλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναλυτάδα]], [[ανάλυτος]]. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)]. | |mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί [[γιατί]] [[είναι]] [[χαλαρά]] δεμένος<br /><b>2.</b> ο άπλεκτος<br /><b>3.</b> ο αραιά υφασμένος<br /><b>4.</b> ο λειωμένος, ο διαλυμένος<br /><b>5.</b> ο [[νερουλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναλυτάδα]], [[ανάλυτος]]. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάλυτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο [[άλειωτος]]<br /><b>2.</b> (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο [[άλειωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός. που μπορεί να αναλυθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἀνάλυτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀναλύω]], ενώ το νεοελλ. [[ανάλυτος]] <span style="color: red;"><</span> [[αναλυτός]], με αρνητική [[σημασία]] από τον αναβιβασμό του τόνου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A dissoluble, Plot.4.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλυτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀναλυθῇ, Πλωτῖν. 457Α.
Spanish (DGE)
-ον
descomponible οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes Cels.4.14.
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος
2. ο άπλεκτος
3. ο αραιά υφασμένος
4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος
5. ο νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάλυτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο άλειωτος
2. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο άλειωτος
αρχ.
αυτός. που μπορεί να αναλυθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνάλυτος < ἀναλύω, ενώ το νεοελλ. ανάλυτος < αναλυτός, με αρνητική σημασία από τον αναβιβασμό του τόνου].