ἀναφροδισία: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀναφροδισία]]) [[αναφρόδιτος]]<br />[[έλλειψη]] γενετήσιας ορμής, η [[ψυχρότητα]] στη σεξουαλική [[πράξη]].
|mltxt=η (Α [[ἀναφροδισία]]) [[αναφρόδιτος]]<br />[[έλλειψη]] γενετήσιας ορμής, η [[ψυχρότητα]] στη σεξουαλική [[πράξη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφροδῑσία:''' ἡ невосприимчивость к любви, неумение любить Gell.
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφροδῑσία Medium diacritics: ἀναφροδισία Low diacritics: αναφροδισία Capitals: ΑΝΑΦΡΟΔΙΣΙΑ
Transliteration A: anaphrodisía Transliteration B: anaphrodisia Transliteration C: anafrodisia Beta Code: a)nafrodisi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of power to inspire love, lack of charm, Philostr.VA8.7, Jul.Mis.367b.    II insensibility to love, Gell. 19.9.9.

German (Pape)

[Seite 214] ἡ, Mangel an Liebreiz; das Nichtverliebtsein, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφροδῑσία: ἡ, ἔλλειψις ἐρωτικῆς χάριτος, Φιλόστρ. 335, Ἰουλιαν. Μισοπώγ. 367Β. ΙΙ. ἀναισθησία πρὸς ἔρωτα, ἔλλειψις ἐρεθιστικότητος ἐρωτικῆς, Α. Γέλλιος 19. 9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 incapacidad para inspirar amor, falta de atractivo amoroso Philostr.VA 8.7.6, Iul.Mis.367b.
2 insensibilidad al amor Gell.19.9.9.

Greek Monolingual

η (Α ἀναφροδισία) αναφρόδιτος
έλλειψη γενετήσιας ορμής, η ψυχρότητα στη σεξουαλική πράξη.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφροδῑσία: ἡ невосприимчивость к любви, неумение любить Gell.