ἀνδρομήκης: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνδρομήκης]], -ες (Α)<br />[[ισομεγέθης]] [[προς]] άνδρα, [[εκείνος]] που το [[μήκος]] του [[είναι]] ίσο [[προς]] το ανδρικό [[ανάστημα]]. | |mltxt=[[ἀνδρομήκης]], -ες (Α)<br />[[ισομεγέθης]] [[προς]] άνδρα, [[εκείνος]] που το [[μήκος]] του [[είναι]] ίσο [[προς]] το ανδρικό [[ανάστημα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνδρομήκης:''' -ες ([[ἀνήρ]], [[μῆκος]]), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A of a man's height, σταύρωμα X.HG3.2.3; φοῖνιξ Thphr.HP2.6.7; ὕψος, βάθος, Plb.8.5.6, 10.46.3; θυρεοί Onos.20.1; πυρός Sosith.2.18.
German (Pape)
[Seite 218] ες, von Menschenlänge, σταύρωμα Xen. Hell. 3, 2, 3; ὕψος Pol. 8, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρομήκης: -ες, (μῆκος) ἀνδρὸς μῆκος ἔχων, στρύρωμα Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3· ὕψος, βάθος, Πολύβ. 8. 7, 6., 10. 46, 3· τὸν ἀνδρομ. πυρὸν Σωσιθέου Δάφνις ἢ Λιτυέρσας 18 (ἴδε Clinton F. ΙΙ. 3. σ. 502).
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
de la taille d’un homme.
Étymologie: ἀνήρ, μῆκος.
Spanish (DGE)
-ες
de la altura de un hombre κατειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι ὡς ἀνδρομήκει ὄντι X.HG 3.2.3, φοίνικες ... ἀνδρομήκεις ὄντες Thphr.HP 2.6.7, ἀνδρομήκους ὕψους κατεπύκνωσε τρήμασι τὸ τεῖχος abrió en el muro unas troneras a la altura de un hombre Plb.8.5.6, βάθος Plb.10.46.3, θυρεός Onas.20.1, πυρός Sosith.2.18.
Greek Monolingual
ἀνδρομήκης, -ες (Α)
ισομεγέθης προς άνδρα, εκείνος που το μήκος του είναι ίσο προς το ανδρικό ανάστημα.
Greek Monotonic
ἀνδρομήκης: -ες (ἀνήρ, μῆκος), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν.