ἄνορχος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. άνορχις (-εως)<br />ο (Α [[ἄνορχος]], -ον) αυτός που πάσχει από [[ανορχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ευνουχισμένος<br /><b>2.</b> (για τους φοίνικες) ο [[χωρίς]] πυρήνες. | |mltxt=κ. άνορχις (-εως)<br />ο (Α [[ἄνορχος]], -ον) αυτός που πάσχει από [[ανορχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ευνουχισμένος<br /><b>2.</b> (για τους φοίνικες) ο [[χωρίς]] πυρήνες. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄνορχος:''' (с плодами) без косточек ([[φοῖνιξ]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without testicles, i.e. castrated, Hp.Vict.2.49. II without stones, φοίνικες. Arist.Fr.267.
German (Pape)
[Seite 241] (ὄρχις), ohne Hoden, verschnitten, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνορχος: -ον, ὁ ἄνευ ὄρχεων, Ἱππ. 358. 24. ΙΙ. ὁ ἄνευ πυρήνων, «φοινίκων ἀνόρχων, οὕς τινες ἀνόρχους κακοῦσιν, οἱ δὲ ἀπυρήνους» Ἀριστ. Ἀποσπ. 250.
Spanish (DGE)
-ον
1 castrado de anim. Hp.Vict.2.49.
2 que no tiene hueso φοίνικες Arist.Fr.267.
Greek Monolingual
κ. άνορχις (-εως)
ο (Α ἄνορχος, -ον) αυτός που πάσχει από ανορχία
αρχ.
1. ο ευνουχισμένος
2. (για τους φοίνικες) ο χωρίς πυρήνες.
Russian (Dvoretsky)
ἄνορχος: (с плодами) без косточек (φοῖνιξ Arst.).