ἀνόμημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἀνόμημα]]) [[ανομώ]]<br />[[υπέρβαση]] του νόμου, [[ανομία]]. | |mltxt=το (AM [[ἀνόμημα]]) [[ανομώ]]<br />[[υπέρβαση]] του νόμου, [[ανομία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνόμημα:''' ατος τό беззаконный поступок Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A transgression of the law, Lys. ap. Phot.p.143 R., LXX Le.20.14, al., Stoic.3.136, D.S.17.5.
German (Pape)
[Seite 240] τό, Gesetzwidrigkeit, Diod. Sic. 17, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόμημα: -ατος, τό, παράβασις τοῦ νόμου, ἄνομος πρᾶξις, Διόδ. 17. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 8940.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
transgresión de la ley, delito Lys. en Phot.p.143R., Chrysipp.Stoic.3.136, LXX Le.17.16, 20.14, Sap.1.9, D.S.17.5, ᾧ τὸ ἀ. ἐγένετο ὑπὸ τοῦ ἰδίου τέκνου PMag.4.3100 (II d.C.), νίψον ἀνομήματα SEG 26.1016 (Paros).
Greek Monolingual
το (AM ἀνόμημα) ανομώ
υπέρβαση του νόμου, ανομία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνόμημα: ατος τό беззаконный поступок Diod.