ἀνομολόγητος: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(4)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anomologitos
|Transliteration C=anomologitos
|Beta Code=a)nomolo/ghtos
|Beta Code=a)nomolo/ghtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">agreed on again, under a renewed bill for both the principal debt and the unpaid interest</b>, AB211. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (<b class="b3">ἀ-</b> priv.) <b class="b2">inconsistent</b>, τὸ ἀ. <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>47</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">agreed on again, under a renewed bill for both the principal debt and the unpaid interest</b>, AB211. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (<b class="b3">ἀ-</b> priv.) [[inconsistent]], τὸ ἀ. <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>47</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:15, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομολόγητος Medium diacritics: ἀνομολόγητος Low diacritics: ανομολόγητος Capitals: ΑΝΟΜΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: anomológētos Transliteration B: anomologētos Transliteration C: anomologitos Beta Code: a)nomolo/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A agreed on again, under a renewed bill for both the principal debt and the unpaid interest, AB211.    II (ἀ- priv.) inconsistent, τὸ ἀ. Ptol.Tetr.47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομολόγητος: -ον, πληθ. «ἀνομολόγητα, ὅταν ἀνανεώσῃ τις τὴν ὁμολογίαν» Α. Β. 184. 22, - «ἀνομολόγηταϏ τὸ ἐπ’ ἀργυρίῳ ἐκ δευτέρου συνθήκας ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τοὺς δεδανεικότας καὶ τοὺς ὀφείλοντας τοῦ τε τόκου καὶ τῆς προθεσμίας, εἰ χρόνος ἱκανὸς διέλθοι καὶ μὴ διαλύοιντο οἱ δεδανεισμένοι, τοῦτο ἀνομολογεῖσθαι καλεῖται» Α. Β. 221. 22.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se reconoce por escrito como deuda no pagada subst. τὰ ἀ. AB 211.
2 incongruente τάξις Ptol.Tetr.1.21.19 (var.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνομολόγητος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ομολογήθηκε, δεν έγινε παραδεκτός
2. αυτός που δεν μπορεί να ομολογηθεί, αχαρακτήριστος, αισχρός
3. απερίγραπτος, τερατώδης
αρχ.
1. ο ομολογούμενος ή συμφωνούμενος για δεύτερη φορά
2. το ουδ. ως ουσ. το ανομολόγητον
η ασυμφωνία.