απαρηγόρητος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
(5)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαρηγόρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυγκράτητος]], [[αχόρταγος]]<br /><b>2.</b> [[αχαλιναγώγητος]], [[ανυπότακτος]]<br /><b>3.</b> [[αδυσώπητος]] («[[ἀπαρηγόρητος]] ἀνθρώποις [[ἔρως]]», Μέν.)
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαρηγόρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυγκράτητος]], [[αχόρταγος]]<br /><b>2.</b> [[αχαλιναγώγητος]], [[ανυπότακτος]]<br /><b>3.</b> [[αδυσώπητος]] («[[ἀπαρηγόρητος]] ἀνθρώποις [[ἔρως]]», Μέν.)
}}
{{trml
|trtx====[[inconsolable]]===
Armenian: անամոք; Belarusian: няўцешны; Bulgarian: безутешен; Catalan: inconsolable; Dutch: [[ontroostbaar]]; Finnish: lohduton, murheen murtama; French: [[inconsolable]]; Galician: inconsolable; German: [[untröstlich]]; Greek: [[απαρηγόρητος]]; Ancient Greek: [[ἀπαραμύθητος]], [[ἀπαράμυθος]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[δυσπαρηγόρητος]]; Hungarian: megvigasztalhatatlan, vigasztalhatatlan, vigasztalan; Icelandic: óhuggandi; Italian: [[inconsolabile]]; Latin: [[inconsolabilis]]; Polish: niepocieszony, nieukojony, nieutulony; Portuguese: [[inconsolável]]; Russian: [[безутешный]], [[неутешный]]; Serbo-Croatian: neutješan; Spanish: [[inconsolable]], [[desconsolado]]
}}
}}

Latest revision as of 08:31, 24 September 2024

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητοςἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)

Translations

inconsolable

Armenian: անամոք; Belarusian: няўцешны; Bulgarian: безутешен; Catalan: inconsolable; Dutch: ontroostbaar; Finnish: lohduton, murheen murtama; French: inconsolable; Galician: inconsolable; German: untröstlich; Greek: απαρηγόρητος; Ancient Greek: ἀπαραμύθητος, ἀπαράμυθος, ἀπαρηγόρητος, δυσπαρηγόρητος; Hungarian: megvigasztalhatatlan, vigasztalhatatlan, vigasztalan; Icelandic: óhuggandi; Italian: inconsolabile; Latin: inconsolabilis; Polish: niepocieszony, nieukojony, nieutulony; Portuguese: inconsolável; Russian: безутешный, неутешный; Serbo-Croatian: neutješan; Spanish: inconsolable, desconsolado