ἄπεργος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπεργος]], ο (Α)<br />αυτός που δεν εργάζεται, ο [[οκνηρός]]. | |mltxt=[[ἄπεργος]], ο (Α)<br />αυτός που δεν εργάζεται, ο [[οκνηρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο<br />αυτός που κατεβαίνει, μετέχει σε [[απεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[άπεργος]] «[[αργός]], [[οκνηρός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A idle, f.l. for ἀργός, Artem.1.42. II obsolete, Phld. Rh.1.354 S.
German (Pape)
[Seite 287] (ἔργον), unthätig, müssig, Artemid. 1, 42.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀπεργός Hsch.
1 fuera de uso, pasado de moda ἄπεργα ποιοῦσι καινὰ [φ] αίνεσθαι Phld.Rh.1.354.
2 de pers. sin trabajo, SEG 27.545.9, 13, 17 (Samos III a.C.), cf. ἀπεργός· ἀργός Hsch.
3 subst. τὸ ἄ. lado no trabajado, no labrado (λίθοι) ἄ. ἔχοντες IG 22.1666A.98, B.48, 70 (Eleusis IV a.C.).
Greek Monolingual
ἄπεργος, ο (Α)
αυτός που δεν εργάζεται, ο οκνηρός.
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατεβαίνει, μετέχει σε απεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. άπεργος «αργός, οκνηρός» < απ(ο)- + -εργος < έργον].