ἀποπειράζω: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
(5)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπειράζω]] (AM) [[απόπειρα]]<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[επιχειρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[απόπειρα]] αξιόποινης πράξης [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[ἀποπειράζω]] (AM) [[απόπειρα]]<br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[επιχειρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[απόπειρα]] αξιόποινης πράξης [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπειράζω:''' Arst. = [[ἀποπειράω]].
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπειράζω Medium diacritics: ἀποπειράζω Low diacritics: αποπειράζω Capitals: ΑΠΟΠΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: apopeirázō Transliteration B: apopeirazō Transliteration C: apopeirazo Beta Code: a)popeira/zw

English (LSJ)

   A make trial of, prove, ἀ. εἰ . . Arist.Mir.831a29.    2 make an attempt upon, Μεγάρων App.Pun.117.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπειράζω: μέλλ. -ἀσω, [ᾰ] κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω ἀπ. εἰ…, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 11. 2˙ κάμνω ἀπόπειραν κατὰ τινος, Μεγάρων Ἀππ. Καρχ. 117.

Spanish (DGE)

1 probar c. εἰ Arist.Mir.831a29.
2 hacer una intentona contra c. gen. τῶν καλουμένων Μεγάρων App.Pun.117.

Greek Monolingual

ἀποπειράζω (AM) απόπειρα
1. δοκιμάζω, επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κάνω απόπειρα αξιόποινης πράξης εναντίον κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπειράζω: Arst. = ἀποπειράω.