ἀποπρό: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπρό]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[μακριά]]<br /><b>2.</b> (ως πρόθ.) [[μακριά]] από [[κάτι]] («ἀποπρὸ νεῶν, πατρίδος γαίας»).
|mltxt=[[ἀποπρό]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[μακριά]]<br /><b>2.</b> (ως πρόθ.) [[μακριά]] από [[κάτι]] («ἀποπρὸ νεῶν, πατρίδος γαίας»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπρό:'''<b class="num">1.</b> επίρρ., [[μακριά]], [[πολύ]] [[μακριά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> πρόθ. με γεν., [[μακριά]] από, στο ίδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπρό Medium diacritics: ἀποπρό Low diacritics: αποπρό Capitals: ΑΠΟΠΡΟ
Transliteration A: apopró Transliteration B: apopro Transliteration C: apopro Beta Code: a)popro/

English (LSJ)

Adv.

   A afar off, πολλὸν ἀ. φέρων Il.16.669.    2 as Prep. c. gen., away from, τυτθὸν ἀ. νεῶν ib.7.334, cf. E.HF1081, Or.142, etc.

German (Pape)

[Seite 320] fernab, weitweg, Il. 16, 669 πολλὸν ἀποπρὸ φέρων; 7, 334 κατακήομεν αὐτοὺς τυτθὸν ἀποπρὸ νεῶν; vgl. Scholl. Herodian. zu beiden Stellen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπρό: (οὐχὶ ἀπόπρο, Spitzn. Exc. XVIII εἰς Ἰλ. περὶ τὸ τέλ.): ― Ἐπίρρ. μακράν, πολὺ μακράν, Ἰλ. Π. 669. 2) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, Ἰλ. Η. 334, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1081, πρβλ. Ὀρ. 142, κτλ., πρβλ. διαπρό: ― Ἐν συνθέσει εἶναι μόνον ἰσχυρότερος τύπος τῆς προθ. ἀπό. Πρβλ. ἀπόπροθι, -προθε, -προσθεν.

French (Bailly abrégé)

1 adv. loin en avant;
2 prép. loin de, gén..
Étymologie: ἀπό, πρό.

English (Autenrieth)

away from, far from; τιν<<><>>ς.

Spanish (DGE)

1 adv. lejos hacia adelante πολλὸν ἀ. φέρων Il.16.669, ἀ. δὲ Βέβρυκα πύκτην a lo lejos, el pugilista bébrice Euph.57, cf. E.Or.142.
2 prep. c. gen. lejos de τυτθὸν ἀ. νεῶν Il.7.334, ἀ. δωμάτων E.HF 1081, ἀ. γαίας E.Ph.1738, ἀ. Πυλῶν Nicaenet.1.10.

Greek Monolingual

ἀποπρό επίρρ. (Α)
1. πολύ μακριά
2. (ως πρόθ.) μακριά από κάτι («ἀποπρὸ νεῶν, πατρίδος γαίας»).

Greek Monotonic

ἀποπρό:1. επίρρ., μακριά, πολύ μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.
2. πρόθ. με γεν., μακριά από, στο ίδ., Ευρ.