ἀπότευξις: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπότευξις]], η (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />[[αποτυχία]].
|mltxt=[[ἀπότευξις]], η (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />[[αποτυχία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπότευξις:''' -εως, ἡ (ἀπο-[[τυγχάνω]]), [[αποτυχία]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότευξις Medium diacritics: ἀπότευξις Low diacritics: απότευξις Capitals: ΑΠΟΤΕΥΞΙΣ
Transliteration A: apóteuxis Transliteration B: apoteuxis Transliteration C: apotefksis Beta Code: a)po/teucis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A miscarriage, failure, Pl.Ax.368d, Phld.Mus.p.14K.(pl.); ἐλπίδος Plu.Galb.23; of an electoral defeat, Id.Mar.5.

German (Pape)

[Seite 330] ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότευξις: -εως, ἡ, ἀποτυχία, Πλάτ. Ἀξ. 368C· ἐλπίδος Πλουτ. Γάλβ. 23: - ἀποτευκτικός, ή, όν, προξενῶν ἀποτυχίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6 καὶ 26, 14: - ἀποτευκτέω, = ἀποτυγχάνω, Φώτ., ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 395.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
échec, insuccès.
Étymologie: ἀποτυγχάνω.

Greek Monolingual

ἀπότευξις, η (Α) αποτυγχάνω
αποτυχία.

Greek Monotonic

ἀπότευξις: -εως, ἡ (ἀπο-τυγχάνω), αποτυχία, σε Πλούτ.