αργύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(6)
 
m (Text replacement - "<b>συνήθως στον πληθ.</b>" to "<b>συνήθως στον πληθ.</b>")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α ἀργύρωμο) [[αργυρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ασήμωμα]], [[επαργύρωση]]<br /><b>2.</b> το [[λεπτό]] [[στρώμα]] ή η λεπτή [[πλάκα]] αργύρου [[κατόπιν]] αργύρωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> (-ματα)<br />τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά.
|mltxt=το (Α ἀργύρωμο) [[αργυρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ασήμωμα]], [[επαργύρωση]]<br /><b>2.</b> το [[λεπτό]] [[στρώμα]] ή η λεπτή [[πλάκα]] αργύρου [[κατόπιν]] αργύρωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>συνήθως στον πληθ.</b> (-ματα)<br />τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά.
}}
}}

Latest revision as of 14:36, 21 March 2024

Greek Monolingual

το (Α ἀργύρωμο) αργυρώ
νεοελλ.
1. ασήμωμα, επαργύρωση
2. το λεπτό στρώμα ή η λεπτή πλάκα αργύρου κατόπιν αργύρωσης
αρχ.
συνήθως στον πληθ. (-ματα)
τα αργυρά σκεύη, τα ασημικά.