άρρητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
(6)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄρρητος]], -ον)<br />ο [[ανέκφραστος]], ο [[απερίγραπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>άρρητα</i>-ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα-μάραθα», «άρρατ' αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίγραπτος]], ο [[φριχτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ρητός]] <span style="color: red;"><</span> [[είρω]] (II) «λέω, [[μιλώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀρρητολογία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αρρητοποιώ]], [[αρρητουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρρητοτόκος]], [[αρρητοτρόπως]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄρρητος]], -ον)<br />ο [[ανέκφραστος]], ο [[απερίγραπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>άρρητα</i>-ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα-μάραθα», «άρρατ' αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[απερίγραπτος]], ο [[φριχτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ρητός]] <span style="color: red;"><</span> [[είρω]] (II) «λέω, [[μιλώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀρρητολογία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αρρητοποιώ]], [[αρρητουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρρητοτόκος]], [[αρρητοτρόπως]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄρρητος, -ον)
ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος
νεοελλ.
άρρητα-ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα-μάραθα», «άρρατ' αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα»)
αρχ.
1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός
2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + ρητός < είρω (II) «λέω, μιλώ».
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀρρητολογία
αρχ.-μσν.
αρρητοποιώ, αρρητουργός
μσν.
αρρητοτόκος, αρρητοτρόπως].