αρχαιότητα: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=η (Α [[ἀρχαιότης]], [-ότητος]) [[αρχαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οι αρχαίοι χρόνοι και [[κυρίως]] οι κλασικοί<br /><b>2.</b> η [[προτεραιότητα]] σε διορισμό ή [[προαγωγή]] υπαλλήλων<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> τα μνημεία της τέχνης του αρχαίου πολιτισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αρχαιοπρεπής]] [[τρόπος]] ή [[χαρακτήρας]]<br /><b>2.</b> η [[απλοϊκότητα]], η [[ανοησία]]. | |mltxt=η (Α [[ἀρχαιότης]], [-ότητος]) [[αρχαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οι αρχαίοι χρόνοι και [[κυρίως]] οι κλασικοί<br /><b>2.</b> η [[προτεραιότητα]] σε διορισμό ή [[προαγωγή]] υπαλλήλων<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> τα μνημεία της τέχνης του αρχαίου πολιτισμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[αρχαιοπρεπής]] [[τρόπος]] ή [[χαρακτήρας]]<br /><b>2.</b> η [[απλοϊκότητα]], η [[ανοησία]]. | ||
}} | }} | ||
==Translations== | |||
Arabic: تَارِيخ قَدِيم; Bulgarian: древност, античност; Catalan: antiguitat; Chinese Mandarin: 古代; Czech: antika, starověk; Dutch: [[oudheid]]; Esperanto: antikveco, antikvo; Ethiopian Sign Language: የድሮ ዘመነን; Finnish: antiikki; French: Antiquité; Galician: antigüidade; German: [[Antike]], [[Altertum]]; Greek: [[αρχαιότητα]]; Ancient Greek: [[ἀρχαιότης]]; Hungarian: antikvitás, ókor; Ido: antiqueso; Italian: antichità; Japanese: 昔, 古代; Korean: 고대; Latin: antīquitās; Latvian: senatne; Luxembourgish: Antiquitéit; Maori: pāhake, whakapata, nehe, neherā, tua whakarere; Middle English: antiquyte; Polish: antyk, starożytność; Portuguese: antiguidade; Romanian: antichitate; Russian: [[древность]], [[старина]]; Serbo-Croatian: antika; Slovak: starovek; Spanish: [[antigüedad]]; Swedish: antiken, forntid; Ukrainian: давнина́, старовина́ |
Revision as of 13:45, 4 May 2022
Greek Monolingual
η (Α ἀρχαιότης, [-ότητος]) αρχαίος
νεοελλ.
1. οι αρχαίοι χρόνοι και κυρίως οι κλασικοί
2. η προτεραιότητα σε διορισμό ή προαγωγή υπαλλήλων
3. πληθ. τα μνημεία της τέχνης του αρχαίου πολιτισμού
αρχ.
1. ο αρχαιοπρεπής τρόπος ή χαρακτήρας
2. η απλοϊκότητα, η ανοησία.
Translations
Arabic: تَارِيخ قَدِيم; Bulgarian: древност, античност; Catalan: antiguitat; Chinese Mandarin: 古代; Czech: antika, starověk; Dutch: oudheid; Esperanto: antikveco, antikvo; Ethiopian Sign Language: የድሮ ዘመነን; Finnish: antiikki; French: Antiquité; Galician: antigüidade; German: Antike, Altertum; Greek: αρχαιότητα; Ancient Greek: ἀρχαιότης; Hungarian: antikvitás, ókor; Ido: antiqueso; Italian: antichità; Japanese: 昔, 古代; Korean: 고대; Latin: antīquitās; Latvian: senatne; Luxembourgish: Antiquitéit; Maori: pāhake, whakapata, nehe, neherā, tua whakarere; Middle English: antiquyte; Polish: antyk, starożytność; Portuguese: antiguidade; Romanian: antichitate; Russian: древность, старина; Serbo-Croatian: antika; Slovak: starovek; Spanish: antigüedad; Swedish: antiken, forntid; Ukrainian: давнина́, старовина́