αρχίδι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(6) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br /><b>1.</b> όρχις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γράφω]] στ' αρχίδια μου» — ή «στ' αρχίδια μου» — [[αδιαφορώ]], [[περιφρονώ]]<br />β) «[[κάποιος]] ή [[κάτι]] μ' αρχίδια» — αυτός ή αυτό που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του είδους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (αρχ.-μτγν.) [[ορχίδιον]] (υποκορ. του <i>όρχις</i>). Το <i>α</i>- [[αντί]] του <i>ο</i>- από τον πληθ.: <i>τα ορχίδια</i> | |mltxt=το<br /><b>1.</b> όρχις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γράφω]] στ' αρχίδια μου» — ή «στ' αρχίδια μου» — [[αδιαφορώ]], [[περιφρονώ]]<br />β) «[[κάποιος]] ή [[κάτι]] μ' αρχίδια» — αυτός ή αυτό που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του είδους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> (αρχ.-μτγν.) [[ορχίδιον]] (υποκορ. του <i>όρχις</i>). Το <i>α</i>- [[αντί]] του <i>ο</i>- από τον πληθ.: <i>τα ορχίδια</i> > <i>τα</i>'<i>ρχίδια</i> > <i>τ</i>'<i>αρχίδια</i> > <i>τ</i>'[[αρχίδι]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 15 January 2019
Greek Monolingual
το
1. όρχις
2. φρ. α) «γράφω στ' αρχίδια μου» — ή «στ' αρχίδια μου» — αδιαφορώ, περιφρονώ
β) «κάποιος ή κάτι μ' αρχίδια» — αυτός ή αυτό που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του είδους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ.-μτγν.) ορχίδιον (υποκορ. του όρχις). Το α- αντί του ο- από τον πληθ.: τα ορχίδια > τα'ρχίδια > τ'αρχίδια > τ'αρχίδι].