ἁρματηλασία: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁρματηλασία]], η (Α) [[αρματηλάτης]]<br />η [[οδήγηση]] άρματος. | |mltxt=[[ἁρματηλασία]], η (Α) [[αρματηλάτης]]<br />η [[οδήγηση]] άρματος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁρματηλᾰσία:''' ἡ, [[οδήγηση]] άρματος, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A chariot-driving, X.Cyr.6.1.27, Luc.Dem. Enc.23.
German (Pape)
[Seite 355] ἡ, die Art, den Wagen (Streitwagen) zu fahren, τῶν Κυρηναίων Xen. Cyr. 6, 1, 27; Luc. Dem. enc. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρματηλᾰσία: ἡ, τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 27, Λουκ. Δημοσθ. 23.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de conduire un char.
Étymologie: ἁρματηλάτης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
uso o conducción del carro τὴν Κυρηναίων ... ἁρματηλασίαν κατέλυσε abolió el modo cirenaico de conducir el carro X.Cyr.6.1.27, cf. Luc.Dem.Enc.23, ὥσπερ ἐν ἁρματηλασίαις Aristid.Or.46.31, cf. D.C.72.10.2, 73.5.5.
Greek Monolingual
ἁρματηλασία, η (Α) αρματηλάτης
η οδήγηση άρματος.
Greek Monotonic
ἁρματηλᾰσία: ἡ, οδήγηση άρματος, σε Ξεν.